ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ - ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Μετά την σημαντικότατη  απόφαση του Ευρωπαικού  Δικαστηρίου  αναμένεται στις σχετικές αγωγές  των  πελατων μας  που βρίσκονται  εκκρεμείς  ενώπιον  των  Δικαστηρίων  πλήρη δικαιωση και επαναφορά του δανειου τους  στην αρχική του ισοτιμία  ευρώ / ελβετικού φράγκου. .

Παρατίθεται η απόφαση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστική ρήτρα σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή – Άρθρα 4, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 1 – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών – Εξαίρεση ρητρών σχετικών με το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως και το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής εφόσον είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό – Συμβάσεις καταναλωτικού δανείου συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα – Ρήτρες σχετικά με συναλλαγματικές ισοτιμίες – Διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς, εφαρμοστέας κατά τoν χρόνο αποδεσμεύσεως του δανείου, και της τιμής πωλήσεως, εφαρμοστέας κατά τον χρόνο αποδόσεώς του – Εξουσίες του εθνικού δικαστή υφισταμένης συμβατικής ρήτρας η οποία χαρακτηρίζεται “καταχρηστική” – Εφαρμογή εθνικής διατάξεως εθνικού δικαίου αντί της καταχρηστικής ρήτρας – Επιτρέπεται»

Στην υπόθεση C-26/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Kúria (Ουγγαρία) με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Árpád Kásler,

Hajnalka Káslerné Rábai

κατά

OTP Jelzálogbank Zrt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, M. J. Malenovský, A. Prechal (εισηγήτρια), F. Biltgen και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η OTP Jelzálogbank Zrt, εκπροσωπούμενη από τον G. Gadó, ügyvéd,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Szíjjartó και τον Μ. Z. Fehér,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková και τον M. Smolek,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Kemper και τον T. Henze,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Γ. Αλεξάκη και Λ. Πνευματικού,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπροσωπούμενη από την K. Talabér-Ritz και τον M. van Beek,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 4, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).

2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Α. Kásler και της Η. Káslerné Rábai (στο εξής: από κοινού οφειλέτες) και της OTP Jelzálogbank Zrt (στο εξής: Jelzálogbank) με αντικείμενο τον φερόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας σχετικά με την εφαρμογή συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την απόδοση δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη δωδέκατη, τη δέκατη τρίτη, τη δέκατη ένατη, την εικοστή και την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13:

«[εκτιμώντας] ότι, παρ’ όλα αυτά, ως έχουν σήμερα οι εθνικές νομοθεσίες, μόνον μερική εναρμόνιση είναι δυνατή· ότι, ιδίως, μόνον οι συμβατικές ρήτρες για τις οποίες δεν υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση αποτελούν το αντικείμενο της [...] οδηγίας· ότι έχει σημασία εν προκειμένω να δοθεί στα κράτη η δυνατότητα, τηρουμένης της [Σ]υνθήκης [ΕΟΚ], να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της [...] οδηγίας·

ότι οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες […]· ότι, γι’ αυτό τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως∙

[…]

ότι, για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά τις ρήτρες που περιγράφουν το βασικό αντικείμενο της σύμβασης ούτε τη σχέση ποιότητας τιμής του προμηθευομένου αγαθού ή της παροχής ότι το βασικό αντικείμενο της σύμβασης και η σχέση ποιότητας/τιμής μπορούν, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα άλλων ρητρών […]

ότι οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο∙ ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και ότι σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύσει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή […]

[…]

ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«1.      Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.  

2.      Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

[…]

3.      Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

7        Το άρθρο 5 της ίδιας αυτής οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. […]»

8        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

9        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

10      Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή [να] διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη [Σ]υνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.»

11      Το παράρτημα της οδηγίας 93/13, το οποίο αφορά τις ρήτρες που αναφέρονται στο άρθρο της 3, παράγραφος 3, απαριθμεί στο σημείο του 1 κατά τρόπο μη περιοριστικό τις ρήτρες που μπορούν να θεωρηθούν καταχρηστικές. Το εν λόγω σημείο 1, στοιχείο ι΄, διαλαμβάνει τις ρήτρες που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα «να επιτρέπουν στον επαγγελματία να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύμβαση». Στο ίδιο σημείο 1, στοιχείο λ΄, εμπίπτουν οι ρήτρες που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα «να παρέχουν [...] στον παρέχοντα υπηρεσίες το δικαίωμα να αυξάνει τις τιμές του, χωρίς ο καταναλωτής να έχει [...] αντίστοιχο δικαίωμα που να του επιτρέπει να λύει τη σύμβαση στην περίπτωση που η τελική τιμή είναι πολύ υψηλή σε σχέση με την τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης».

12      Το σημείο 2 του εν λόγω παραρτήματος αφορά το πεδίο εφαρμογής των στοιχείων ζ΄, ι΄ και λ΄. Το εν λόγω σημείο 2, στοιχείο β΄, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[τ]ο στοιχείο ι΄ δεν αντιβαίνει στις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιεί το επιτόκιο που οφείλεται από τον καταναλωτή ή που οφείλεται σε αυτόν, ή το ποσό όλων των άλλων επιβαρύνσεων των σχετικών με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς καμία προειδοποίηση σε περίπτωση βάσιμου λόγου, αρκεί ο επαγγελματίας να επιβαρύνεται με την υποχρέωση να πληροφορεί αμέσως το άλλο ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και αυτό ή αυτά να είναι ελεύθερα να καταγγείλουν πάραυτα τη σύμβαση». Το εν λόγω σημείο 2, στοιχείο δ΄, ορίζει ότι «[τ]ο στοιχείο λ΄ δεν αντιβαίνει στις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της τιμής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς».

 Το ουγγρικό δίκαιο

13      To άρθρο 209 του Αστικού Κώδικα, ως είχε κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως (στο εξής: αστικός κώδικας), όριζε τα εξής:

«1.      Είναι καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών ή συμβατική ρήτρα η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως στο πλαίσιο συμβάσεως συναπτομένης με καταναλωτή αν, κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές της καλής πίστεως και της ισότητας των συμβαλλομένων, ορίζει μονομερώς και χωρίς δικαιολογητική βάση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση, κατά τρόπο περιάγοντα σε μειονεκτική θέση τον αντισυμβαλλόμενο του προσώπου το οποίο επιβάλλει την επίμαχη συμβατική ρήτρα.

[…]

4.      Οι σχετικές με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί των συμβατικών ρητρών που ορίζουν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ούτε επί των ρητρών που καθορίζουν την ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής.

[…]»

14      Οι παράγραφοι 4 και 5 της ίδιας διατάξεως τροποποιήθηκαν, με ισχύ από τις 22 Μαΐου 2009, ως εξής:

«4.      Είναι καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών ή συμβατική ρήτρα η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως στο πλαίσιο συμβάσεως συναπτομένης με καταναλωτή εκ μόνου του λόγου ότι δεν έχει συνταχθεί κατά τρόπο σαφή ή κατανοητό.

5.      Οι σχετικές με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί των συμβατικών ρητρών που ορίζουν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ούτε επί των ρητρών που καθορίζουν την ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

15      Το άρθρο 231 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Αν δεν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, οι χρηματικές οφειλές πληρώνονται στο νόμιμο νόμισμα του τόπου της πληρωμής.

2.      Οι οφειλές σε άλλο νόμισμα ή χρυσό μετατρέπονται βάσει της τρέχουσας αξίας τους στον τόπο και τον χρόνο της πληρωμής.»

16      Το άρθρο 237 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, επιβάλλεται η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν τη σύναψη της συμβάσεως.

2.      Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν τη σύναψη της συμβάσεως, ο δικαστής μπορεί να κρίνει ότι η σύμβαση παράγει αποτελέσματα για το χρονικό διάστημα έως την έκδοση της αποφάσεως του. Επικύρωση άκυρης συμβάσεως χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατή η εξάλειψη του λόγου ακυρώσεως, ιδίως, σε περίπτωση ασυμμετρίας μεταξύ των παροχών των συμβαλλομένων στο πλαίσιο τοκογλυφικής συμβάσεως, διά της εξαλείψεως του δυσανάλογου οφέλους. Στις περιπτώσεις αυτές διατάσσεται η επιστροφή τυχόν αχρεωστήτως καταβληθείσας παροχής.»

17      Το άρθρο 239 του Αστικού Κώδικα προβλέπει:

«1.      Η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως μόνον αν οι συμβαλλόμενοι δεν θα την είχαν επιχειρήσει χωρίς το άκυρο μέρος. Είναι δυνατή η εισαγωγή παρεκκλίσεων από το παρόν άρθρο με διάταξη νόμου.

2.      Η ακυρότητα μέρους συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως μόνον αν η εκτέλεση αυτής είναι αδύνατη χωρίς το άκυρο μέρος.»

18      Κατά το άρθρο 239/A, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού:

«Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να ζητήσουν τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως ή ορισμένων συμβατικών ρητρών (μερική ακυρότητα), χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν και την εφαρμογή των συνεπειών της εν λόγω ακυρότητας».

19      Το άρθρο 523 του Αστικού Κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Με τη σύμβαση δανείου το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή άλλος δανειστής υποχρεούται να μεταβιβάσει στον οφειλέτη κατά κυριότητα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό και ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει το χορηγηθέν ποσό κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση.

2.      Με την επιφύλαξη αντίθετης νομοθετικής διατάξεως, αν ο δανειστής είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ο οφειλέτης οφείλει τόκους (τραπεζικό δάνειο).»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Στις 29 Μαΐου 2008 οι οφειλέτες συνήψαν με την Jelzálogbank «σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα» (στο εξής: σύμβαση δανείου).

21      Σύμφωνα με το σημείο I/1 της εν λόγω συμβάσεως, η Jelzálogbank όφειλε να χορηγήσει στους οφειλέτες δάνειο ύψους 14 400 000 ουγγρικών φιορινιών (HUF), ενώ διευκρινιζόταν ότι «το ύψος του δανείου στο ξένο νόμισμα ορίζεται βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που εφάρμοσε η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων». Κατά το σημείο I/1, «μετά την αποδέσμευση των σχετικών κεφαλαίων, το χορηγηθέν δάνειο, οι τόκοι και τα έξοδα διαδικασίας, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας και τα λοιπά έξοδα υπολογίζονται στο ξένο νόμισμα».

22      Βάσει της τιμής αγοράς του ελβετικού φράγκου (CHF) που εφάρμοσε η Jelzálogbank κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων, το ύψος του δανείου ορίσθηκε σε 94 240,84 CHF. Οι οφειλέτες όφειλαν να αποδώσουν το δάνειο εντός 25 ετών, με μηνιαίες δόσεις που θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες την τέταρτη ημέρα εκάστου μηνός.

23      Σύμφωνα με το σημείο II της εν λόγω συμβάσεως, το δάνειο αυτό επιβαρύνθηκε με ονομαστικό επιτόκιο 5,2 %, το οποίο, προσαυξανόμενο με διαχειριστικά έξοδα της τάξεως του 2,04 %, αντιστοιχούσε σε συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ) 7,43 % κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως δανείου.

24      Κατά το σημείο III/2 της συμβάσεως αυτής (στο εξής: ρήτρα ΙΙΙ/2), «ο δανειστής καθορίζει το ποσό εκάστης των οφειλόμενων δόσεων σε ουγγρικά φιορίνια βάσει της τιμής πωλήσεως του [ξένου] νομίσματος που θα έχει εφαρμόσει η τράπεζα την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία η δόση καθίσταται ληξιπρόθεσμη».

25      Οι οφειλέτες άσκησαν αγωγή κατά της Jelzálogbank, υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα ΙΙΙ/2 της συμβάσεως ήταν καταχρηστική. Οι οφειλέτες επισήμαναν ότι η συγκεκριμένη ρήτρα συνεπάγεται για την Jelzálogbank μονομερές και αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 209 του Αστικού Κώδικα, στον βαθμό που, δυνάμει αυτής, η Jelzálogbank μπορεί να υπολογίζει το ύψος των ληξιπρόθεσμων δόσεων βάσει της τιμής πωλήσεως του ξένου νομίσματος που εφαρμόζει η Jelzálogbank, ενώ το ύψος του δανείου που αποδεσμεύθηκε προσδιορίστηκε από αυτήν βάσει της τιμής αγοράς που εφαρμόζει η ίδια για το νόμισμα αυτό.

26      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή. Η συγκεκριμένη απόφαση επικυρώθηκε εν συνεχεία σε δεύτερο βαθμό. Με την απόφασή του, το εφετείο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως δανείου όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Jelzálogbank δεν έθετε στη διάθεση των πελατών της ξένο νόμισμα. Αντιθέτως, το εφετείο διαπίστωσε ότι η Jelzálogbank εξαρτούσε το ύψος των μηνιαίων δόσεων σε ουγγρικά φιορίνια από την τρέχουσα αξία του ελβετικού φράγκου, προκειμένου να διασφαλίζεται η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των δόσεων του δανείου, το οποίο αποδεσμεύθηκε σε ουγγρικά φιορίνια. Η Jelzálogbank δεν παρείχε στους οφειλέτες κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και, συνεπώς, δεν μπορούσε να εφαρμόζει, όσον αφορά την απόδοση του δανείου, συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη που εφαρμόσθηκε κατά την αποδέσμευση των κεφαλαίων. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η ρήτρα ΙΙΙ/2 δεν ήταν ούτε σαφής ούτε κατανοητή, καθώς δεν καθιστούσε ευκρινή τον λόγο για τον οποίο ο τρόπος υπολογισμού του ύψους του δανείου κατά το στάδιο της αποδόσεώς του διέφερε από τον εφαρμοσθέντα κατά την αποδέσμευση του σχετικού κεφαλαίου τρόπο υπολογισμού.

27      Η Jelzálogbank άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Η Jelzálogbank υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι στον βαθμό που η ρήτρα ΙΙΙ/2 της παρέχει τη δυνατότητα να εισπράττει ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην αντιπαροχή που της οφείλεται για το χορηγηθέν στους οφειλέτες δάνειο σε ξένο νόμισμα και εξυπηρετεί την κάλυψη των εξόδων με τα οποία επιβαρύνεται το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο των συναλλαγών του για την αγορά συναλλάγματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 209, παράγραφος 4, του Αστικού Κώδικα εξαιρέσεως και, ως εκ τούτου, εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας που προβλέπει το άρθρο 209, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα.

28      Οι οφειλέτες υποστήριξαν ότι ο έλεγχος καταχρηστικότητας είναι επιβεβλημένος. Συναφώς, επισήμαναν ότι η Jelzálogbank δεν μπορεί να αντιτάσσει σε αυτούς τις ιδιαιτερότητες του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών και να τους μετακυλίει έξοδα που επιβαρύνουν την ίδια, πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα να συγχέονται τα έσοδα της τράπεζας με το χορηγηθέν δάνειο. Κατά τη σύναψη της συμβάσεως δανείου, οι οφειλέτες συμφώνησαν να αποδεσμευθεί το ποσό στο εγχώριο νόμισμα, ήτοι σε ουγγρικά φιορίνια. Εξάλλου, η ρήτρα ΙΙΙ/2 δεν είναι σαφής.

29      Κατά το αιτούν δικαστήριο τίθεται, καταρχάς, το ζήτημα αν η έννοια της ρήτρας «που αφορά τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της αντιπαροχής που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς μεταξύ των συναλλαγματικών ισοτιμιών που εφαρμόζει η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως και αποδόσεως του δανείου, ή αν στην έννοια αυτή εμπίπτει, πέραν της χορηγήσεως του δανείου, αποκλειστικώς και μόνο η καταβολή του ονομαστικού επιτοκίου.

30      Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η συσταλτική ερμηνεία της πρώτης εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, πρέπει ακολούθως να εξετασθεί κατά πόσον η υποχρέωση να καταβάλλεται η διαφορά μεταξύ των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με το ανάλογο ή μη μεταξύ της υπηρεσίας και της αμοιβής ή της τιμής της και κατά πόσον, ως εκ τούτου, αποτελεί τμήμα της «αμοιβής», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και της δεύτερης εξαιρέσεως που προβλέπεται σε αυτό.

31      Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται επίσης το ζήτημα αν σε περίπτωση που η αμοιβή συνιστά το αντάλλαγμα υπηρεσίας αποτελούμενης από πλείονες παροχές, προκειμένου να εφαρμοσθεί η δεύτερη εξαίρεση, πρέπει να εξετασθεί αν η επίμαχη αμοιβή, εν προκειμένω το ποσό της διαφοράς μεταξύ των συναλλαγματικών ισοτιμιών, αντιστοιχεί σε πραγματική παροχή η οποία παρέχεται ευθέως από την τράπεζα στον καταναλωτή.

32      Επιπλέον, όσον αφορά την απαίτηση μό επιστροφή