ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΠΕΤΥΧΕ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΣ ΣΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ

 

ΑΠΟΦΑΣΗ  342/2014

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης ......./2014)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Δεληκάρη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Κοζάνης.   

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Αυγούστου 2014, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης δικογράφου 234/22-05-2014 και αντικείμενο τη ρύθμιση κατάστασης,  μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ......... του ............. κατοίκου Πτολεμαίδας, οδός ..............., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αριάδνης Νούκα.

ΤΗΣ ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ..................., η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ............... νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο ...................

         Η από ................ αίτηση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ........./25-06-2014), προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       1. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 4224/2013: «1.α Από 01-01-2014 και μέχρι 31.12.2014 απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί ακινήτων οφειλετών, που χρησιμεύουν ως κύρια κατοικία τους δηλωθείσα ως τέτοια στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος τους, εφόσον η αντικειμενική αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1β.  Το παρόν άρθρο δεν καταλαμβάνει τις οφειλές που: α) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης είτε β) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν. 3586/2007, όπως ισχύουν (Α` 151). β. Στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας εμπίπτουν οι οφειλέτες που πληρούν τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις: βα) το ετήσιο δηλωθέν οικογενειακό τους εισόδημα, όπως διαμορφώνεται κατόπιν της αφαίρεσης των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, του φόρου εισοδήματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, είναι μικρότερο ή ίσο των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, ββ) η συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους είναι μικρότερη ή ίση των διακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (270.000) ευρώ και εξ αυτής το σύνολο των καταθέσεων και κινητών αξιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό την 20ή Νοεμβρίου 2013, δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, εξαιρουμένων περιοδικών παροχών από συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά προγράμματα. Ειδικά για: ί) οικογένειες που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994, ii) άτομα με αναπηρία 67% και άνω και iii) όσους βαρύνονται φορολογικά με άτομα με αναπηρία 67% και άνω, όπως αυτά ανωτέρω προσδιορίζονται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994, τα παραπάνω όρια των σωρευτικών προϋποθέσεων προσαυξάνονται έκαστο κατά ποσοστό 10%. 2.α. Κατά τη διάρκεια απαγόρευσης του πλειστηριασμού οι οφειλέτες έχουν υποχρέωση υποβολής στον δανειστή με κάθε πρόσφορο μέσο υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του ν. 2479/1997 (Α` 67), στην οποία αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του οφειλέτη, λεπτομερή και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας, περιγραφή της πλήρωσης των παραπάνω προϋποθέσεων και λεπτομερής αναγραφή των κινήσεων λογαριασμού που ξεπερνούν το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης της παρούσας υποπαραγράφου μέχρι 31.1.2014, ή εντός δύο (2) μηνών από την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, αίρεται για τον συγκεκριμένο οφειλέτη και τη συγκεκριμένη οφειλή η απαγόρευση πλειστηριασμού. β. Ο δανειστής κατά τη διάρκεια απαγόρευσης του πλειστηριασμού μπορεί να καλεί τον οφειλέτη να προσκομίσει: βα) αντίγραφα τίτλων ιδιοκτησίας για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί μετά την 1.1.2007 και φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί πριν την 1.1.2007, ββ) βεβαίωση συγκριτικών στοιχείων της αρμόδιας φορολογικής αρχής με αναφορά επί του ποσού του ακινήτου για ακίνητα εκτός του αντικειμενικού προσδιορισμού, βγ) αντίγραφο τελευταίων δηλώσεων Ε1 και Ε9 και βδ) αποδεικτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας με ημερομηνία την 20ή Νοεμβρίου 2013 σχετικά με το ύψος των καταθέσεων και των κινητών αξιών και όπου απαιτούνται, βε) βεβαίωση ανεργίας από τον ΟΑΕΔ είτε αντίγραφο της επικαιροποιημένης κάρτας ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, βστ) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, βζ) πιστοποιητικό Α’/βάθμιας ή Β’/βάθμιας Επιτροπής για την πιστοποίηση της αναπηρίας και του ποσοστού της (Νομαρχιακές Υγειονομικές Επιτροπές, Υγειονομικές Επιτροπές Ασφαλιστικών Ταμείων, Υγειονομικές Επιτροπές Ενόπλων Δυνάμεων, Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας). Σε περίπτωση μη προσκόμισης από τον οφειλέτη των ανωτέρω εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση του αιτήματος με απόδειξη, αίρεται για τον συγκεκριμένο οφειλέτη και τη συγκεκριμένη οφειλή η απαγόρευση πλειστηριασμού. 3. Κατά τη διάρκεια απαγόρευσης πλειστηριασμού, οι οφειλέτες υποχρεούνται να καταβάλουν προς τους δανειστές μηνιαίως ποσοστό 10% επί του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος τους, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν ξεπερνά τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα ξεπερνά τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, οι οφειλέτες υποχρεούνται να καταβάλουν προς τους δανειστές μηνιαίως ποσοστό 10% στο ποσό μέχρι τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και ποσοστό 20% στο υπερβάλλον εισόδημα. Ειδικά για: ί) οικογένειες που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994, ϋ) άτομα με αναπηρία 67% και άνω, και iii) όσους βαρύνονται φορολογικά με άτομα με αναπηρία 67% και άνω, όπως αυτά ανωτέρω προσδιορίζονται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994, το όριο του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος των προηγούμενων εδαφίων της παρούσας παραγράφου είναι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα υπολογίζεται κατά την περίπτωση βα` της υποπαραγράφου 1β του παρόντος άρθρου. Για τους οφειλέτες που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. Β1 του ν. 4161/2013 (Α`143) το κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενο ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του είκοσι τοις εκατό (20%) της τελευταίας ενήμερης δόσης. Οι καταβολές κατά την περίοδο απαγόρευσης πλειστηριασμού αφαιρούνται από το ανεξόφλητο υπόλοιπο και καταλογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 423 του Αστικού Κώδικα. Ειδικά για τους οφειλέτες με μηδενικό εισόδημα ή εισόδημα που ισούται μέχρι του ποσού του επιδόματος ανεργίας, παρέχεται η δυνατότητα μηδενικών καταβολών.

          2. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β` του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012.1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθ. 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθ. 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί, εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθ. 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔνη 2006.419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθ. 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθ. 2 του ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι  γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος «σημαντική», που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθ. 2 του ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικούς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια`, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802).

     3.  Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 731,732 και 692 παρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της καταστάσεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα τηρηθεί ο κανόνας της τελευταίας διατάξεως του άρθρου 692 παρ. 4 με την οποία ορίζεται ότι το ασφαλιστικό μέτρο δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, με εξαίρεση μόνο τη διάταξη του άρθρου 728 του ίδιου Κώδικα. Σκοπός δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέση και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κυρίας δίκης, στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση (Βλ. Τζίφρα, Ασφαλ. μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 57, ΜΠρΑΘ 7007/1982 ΕλλΔνη 23,332, ΜΠρΑΘ 2945/1996 ΕλλΔνη 1997,177). Εξάλλου, ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο διαφέρει, κατά το σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού κι αυτό συνδέεται με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας έως την περάτωση της κύριας διαγνωστικής δίκης, αμετακλήτων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πρακτικό σκοπό της δίκης (ΜΠρΛαμίας 401/2013 , Α΄Δημοσιευση Νομος , ΜΠρΧαλκ 864/2006, ΜΠρθεσ 17800/2002 Νόμος, Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, 1985, σελ. 58, Μπέη, ΠολΔικ άρθρα 693, σελ. 115-116/119-120, 121 επ., 129 - 130,145 - 146, 682, σελ. 33, β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρα 692 αρ. 9, ΜΠρΑθ 5658/2005 αδημ., ΜΠρΑΘ 5801/2001 Δ 33,1149, ΜΠρΑΘ 10691/1998 ΝοΒ 47,434, ΜΠρΑΘ 1847/2008 αδημ.). Ο κανόνας δε ,αυτός υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου η οποία διασφαλίζεται συνταγματικώς (αρθρ. 20 παρ. 1 Συντ.) και όχι απλά περιουσιακών ζημιών (βλ. ΜΠρΑΘ 16803/82 Δ 14,54, ΜΠρΑΘ 2139/81 ΝοΒ 29,733, ΕιρΡόδου 22/2007 ΝΟΜΟΣ ΜΠρΘεσ 35887/2008 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όπως προκύπτει, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ανωτέρω άρθρων σε συνδ. και με το γενικότερο άρθρο 682 παρ. 1 εδ. α’, το δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική ή μη) δικαστική απόφαση του, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από την εκάστοτε σύμβαση, έννομης σχέσης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τα άρθρα 731 και (ιδίως) 732 ΚΠολΔ (Μπέης, Πολιτική Δικονομία τ. 16 (1990), υπό το άρθρο 732 παρ. 3.12 σελ. 809). Στις περιπτώσεις αυτές, δε, γίνεται δεκτό ότι διατάσσεται επιτρεπτώς, κατά τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ (Κράνης άρθρα 731-732 αρ. 3 ΠΠρΑΘ 27/1979 Δ 10.444). 

         4. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών με την υπό κρίση αίτηση και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει ότι αυτός μαζί με τον πατέρα του και τη μητέρα του συνήψαν στην Πτολεμαΐδα δύο δάνεια, το ένα στεγαστικό την 10-07-2006 ποσού 100.000€ και το οποίο κατόπιν προτροπών των υπαλλήλων της καθ’ ης με μία προδιατυπωμένη πρόσθετη πράξη στις 03-06-2008 μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα, προκειμένου να πετύχουν μικρότερο επιτόκιο, το δε άλλο επισκευαστικό, συνήφθη την 10-07-2008 ύψους 81.936,25€, όπως ειδικότερα περιγράφει τις συνθήκες και τους όρους υπογραφής των δύο δανείων. Ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν για τους όρους των δύο συμβάσεων και τους κινδύνους που αυτοί επιφύλασσαν για τους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα σήμερα να οφείλουν περισσότερα από όσα αρχικά είχαν συμφωνήσει και είχαν λάβει ως δάνεια από την καθ’ ης, λόγω της υποτίμησης του νομίσματος του Ευρώ έναντι του Ελβετικού Φράγκου. Για τους λόγους αυτούς ο αιτών επικαλούμενος, αφενός μεν, έννομο συμφέρον και επείγουσα περίπτωση, αφετέρου δε, την ακυρότητα των αναφερόμενων στην αίτηση όρων των δύο συμβάσεων λόγω της καταχρηστικότητας αυτών και της παραβίασης των διατάξεων του Ν. 2251/1994 περί προστασίας του Καταναλωτή εκ μέρους της καθ’ ης, ζητεί: α. μέχρι την 31-12-2014 κατ’ εφαρμογή του Ν. 4224/2013 την καταβολή του 20% της τελευταίας ενήμερης δόσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε την 28-2-2014 μετατρέποντας το οφειλόμενο ποσό ελβετικών φράγκων σε ευρώ 1. αναφορικά με την  υπ’ αριθμ. 0010-2251-00002160514/1  τροποποιητική σύμβαση στεγαστικού δανείου, με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,613 και ειδικότερα να ανέχεται η καθ’ ης προσωρινά την καταβολή του ποσού των 149,35€ και 2. αναφορικά με την υπ’ αριθμ.  0010-2251-00002230172  σύμβαση στεγαστικού (επισκευαστικού) δανείου, με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,634 και ειδικότερα να ανέχεται προσωρινά την καταβολή του ποσού των 77,67€ και β. από 01-01-2015 και μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της από 23-5-2014 αγωγή του: α. αναφορικά με την υπ’ αριθμ. 0010-2251-00002160514/1 τροποποιητική σύμβαση στεγαστικού δανείου, την καταβολή των δόσεων και οιασδήποτε άλλης  ληξιπρόθεσμης οφειλής μετατρέποντας το καταβαλλόμενο ποσό των ευρώ  σε ελβετικό φράγκο με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,613€ και β. αναφορικά με την υπ’ αριθμ. 0010-2251-00002230172 σύμβαση στεγαστικού (επισκευαστικού) δανείου, την καταβολή των δόσεων και οιοδήποτε ληξιπρόθεσμων οφειλών μετατρέποντας το καταβαλλόμενο ποσό των ευρώ  σε ελβετικό φράγκο με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,634, άλλως  και  όλως  επικουρικώς να διαταχθεί η  καθ’ ης  να  ανέχεται προσωρινά μέχρι την έκδοση τελεσίδικης  αποφάσεως  επί  της  από 23-5-2014  αγωγής του κατ’  αυτής: α. αναφορικά με την υπ’ αριθμ. 0010-2251-00002160514/1 τροποιητική σύμβαση στεγαστικού δανείου, την καταβολή των μηνιαίων δόσεων  μετατρέποντας το καταβαλλόμενο ποσό των ευρώ σε ελβετικό φράγκο με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,613  και  β. αναφορικά με την υπ’ αριθμ.  0010-2251-00002230172  σύμβαση στεγαστικού (επισκευαστικού) δανείου, την  καταβολή των μηνιαίων δόσεων, μετατρέποντας το καταβαλλόμενο ποσό των ευρώ  σε ελβετικό φράγκο με  βάση την συναλλακτική ισοτιμία 1,634. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη.   

5. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση, αρμοδίως  καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται από το Δικαστήριο αυτό, με την προκειμένη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 683 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 731 και 732, καθώς και σε αυτές που αναφέρονται στις ως ανωτέρω με αριθμό 1, 2 και 3 νομικές σκέψεις, εκτός από το επικουρικό αίτημα περί ισχύος της εκδοθησόμενης απόφασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 23-5-2014  αγωγής του, το οποίο είναι μη νόμιμο, καθώς η απόφαση των ασφαλιστικών ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη. 

6. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ................., πατέρα του αιτούντος και ................... τραπεζικού υπαλλήλου της καθ’ ης και από όλα τα νόμιμα και προσκομιζόμενα έγγραφα, όσα προφορικά ανάπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων μετά των έγγραφων σημειωμάτων τους και από όλη γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: ο αιτών καθώς και οι δύο γονείς του την 10-07-2006 συνήψαν με την καθ’ ης την υπ΄ αριθμόν 0010-2251-00002160514 σύμβαση στεγαστικού δανείου, το περιεχόμενο της οποίας ήταν προδιατυπωμένο, ενώ ζητήθηκε από αυτήν να συμβληθεί ως συνοφειλέτης  και ο αιτών, διότι ήταν ο ψιλός κύριος του οικοπέδου εμβαδού 680τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός της πόλης της Πτολεμαΐδας επί της οδού .............., η δε λήψη του δανείου έγινε, προκειμένου να ανεγερθεί οικία, στο δε ως άνω οικόπεδο συμφωνήθηκε να εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για την εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας. Δυνάμει λοιπόν της  ως άνω δανειακής σύμβασης συνομολογήθηκε τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο ποσού 100.000€,  συνολικής διάρκειας 180 μηνών, δηλαδή 15 ετών, από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του ανωτέρω ποσού και με κυμαινόμενο επιτόκιο EURIBOR 360 ημερών, πλέον περιθωρίου 1,4% και εισφοράς του ν. 128/1975 ποσοστού 0,12%. Αφού εκταμιεύθηκε το ως άνω ποσό και κατατέθηκε στο με αριθμό 5251-028145-226 κοινό καταθετικό λογαριασμό (σε ΕΥΡΩ) ταμιευτηρίου που τηρούνταν στην ανωτέρω τράπεζα, άρχισαν ήδη από τον επόμενο κιόλας μήνα οι δανειολήπτες την καταβολή των τοκοχρεωλητικών δόσεων. Ακολούθως, προτάθηκε στον εξετασθέντα μάρτυρα ..................., ο οποίος ενημερώθηκε από την υπάλληλο της καθ’ ης ονόματι ................., να προβούν οι δανειολήπτες σε ελκυστική και συμφέρουσα τροποποίηση του ως άνω στεγαστικού, προκειμένου να μειωθεί το επιτόκιο σε σχέση με αυτό που είχαν μέχρι τότε, δηλαδή το EURIBOR καθώς με τον τρόπο αυτό μειώνονταν και το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας δόσης, διότι, όπως του διαβεβαίωσε η προαναφερόμενη υπάλληλος, το  δάνειο θα τρέπονταν από Ευρώ σε Ελβετικό Φράγκο και η μηνιαία δόση του θα ανερχόταν στο ποσό των 765€ από το ποσό 875,01€ που ήταν, το δε  επιτόκιο θα ανερχόταν σε ποσοστό 4,37%. Μετά από αυτές τις διαβεβαιώσεις έσπευσαν οι δανειολήπτες να υπογράψουν τη σχετική πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου με αριθμό 0010-2251-00002160514/1. Με την ως άνω πρόσθετη πράξη το υφιστάμενο υπόλοιπο του δανείου την 30-4-2008 που ανερχόταν σε 92.050,27€ πλέον τόκων, συμφωνήθηκε όπως μετατραπεί την 03-06-2008 σε Ελβετικά Φράγκα, με την ισοτιμία της ημέρας εκείνης, ενώ κατά την υπογραφή της από 16-05-2008 πρόσθετης πράξης, ουδεμία αναφορά έγινε από τους ως άνω υπαλλήλους για ο,τιδήποτε άλλο, πλην της ελκυστικής προσφοράς για χαμηλότερη δόση του δανείου τους, το οποίο οφειλόταν στο νέο επιτόκιο, χωρίς να γίνει καμία άλλη απολύτως αναφορά στις αλλαγές που θα επερχόταν στην ουσία της σύμβασης και κυρίως στο κεφάλαιο του δανείου και το ενδεχόμενο μεταβολής του ενόψει αλλαγής στην συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων. Στη συνέχεια την 10-07-2008 οι προαναφερόμενοι προχώρησαν στην υπογραφή δεύτερου δανείου με αριθμόν 0010-2251-00002230172/10.07.2008 σύμβαση κι αυτή στεγαστικού δανείου, ύψους 81.936,25 ελβετικών φράγκων, συνολικής διάρκειας δανείου 160 μηνών με σκοπό την επισκευή της ως άνω οικίας. Η  επιτοκιακή λειτουργία της εν λόγω σύμβασης, συμφωνήθηκε  για  την  πρώτη  τριετία από την εκταμίευση του δανείου να έχει επιτόκιο σταθερό ανερχόμενο σε 5,22% ετησίως συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς  του Ν. 128/75 που ανερχόταν σε 0,12%, ενώ μετά την λήξη της τριετίας το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, το οποίο  απαρτίζετο από το Διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου  μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών, πλέον περιθωρίου ανερχόμενου σε 1,70% και  της εισφοράς του Ν. 128/75 που ανερχόταν σε 0,12%.  Η εξόφληση του δανείου συμφωνήθηκε σε 36 ίσες συνεχείς μηνιαίες δόσεις τολοχρεωλυτικές σε ελβετικά φράγκα κατά τον χρόνο των τριών ετών ποσού 711,89 ελβετικών φράγκων και κατόπιν σε 124 συνεχείς δόσεις σε ελβετικά φράγκα ποσού 674,80 ελβετικών φράγκων η πρώτη, εκ των οποίων συμφωνήθηκε να καταβληθεί ένα (1) μήνα μετά την καταβολή της τελευταίας δόσης της περιόδου με εκτοκισμό σταθερού επιτοκίου, χωρίς όμως και πάλι να προηγηθεί αναλυτική και λεπτομερής ενημέρωση για τους κινδύνους που περιείχαν οι όροι της σύμβασης αυτής από τους υπαλλήλους της καθ’ ης. Την 03-06-2008  όταν πραγματοποιήθηκε η λογιστική  μετατροπή και μόνο του υπολοίπου του  αρχικού  δανείου, που ανερχόταν την ίδια ημέρα σε  91.667,37 ευρώ, διότι ήδη είχε αποπληρωθεί η δόση στις 2-6-2008 των  836,25€, η οποία έφερε ημεροχρονολογία καταβολής 31-5-2008, το υπόλοιπο την 03-06-2008 ανερχόταν σε 91.661,17€ και όχι σε 92.050,27€, το ως άνω ποσό μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα με ισοτιμία 1,612 και ανήλθε σε 147.849,47 ελβετικά  φράγκα, εφαρμόζοντας η καθ’ ης τον όρο 1.1 της επίδικης σύμβασης, ενώ την επομένη ημέρα η εναγόμενη παρέδωσε στο εξετασθέντα μάρτυρα, το από 4-6-2008  δοσολόγιο, βάση του οποίου, το  ποσό των μηνιαίων δόσεων ανερχόταν σε 1.232,38 ελβετικά φράγκα για τις πρώτες 36 δόσεις και σε 1.204,58 ελβετικά φράγκα, για τις επόμενες 123 δόσεις, με  ημερομηνία καταβολής την 3η ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την 3-7-2008.  Αντίστοιχα την  30-7-2009 πραγματοποιήθηκε η εκταμίευση του δεύτερου δανείου εκ μέρους της καθ’ ης με  πίστωση στον ως  άνω  λογαριασμό του ποσού των 50.144,58€, που  αντιστοιχούσε σε 81.936,25 ελβετικά φράγκα, για την μετατροπή των οποίων εφαρμόστηκε η συναλλαγματική ισοτιμία 1,634, βασιζόμενη η  εναγόμενη στον όρο 2 της επίδικης σύμβασης. Την επομένη ημέρα η εναγόμενη παρέδωσε στον Αναστάσιο Βούρα, το από 30-07-2008 δοσολόγιο, βάση του οποίου, το ποσό  των μηνιαίων δόσεων ανερχόταν σε 711,89  ελβετικά φράγκα για τις πρώτες 36 δόσεις και σε 674,80 ελβετικά φράγκα, για τις επόμενες 124 δόσεις, με ημερομηνία καταβολής την 30η ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την 30-8-2008. Ωστόσο το έτος 2010 και μετά το πέρας δύο ετών κανονικής κι εμπρόθεσμης αποπληρωμής των μηνιαίων δόσεων των δανείων αυτών λόγω σταδιακής μειώσεως των εισοδημάτων του αιτούντος και του πατέρα του και λόγω ότι πλέον η μηνιαία δόση των ως άνω επίδικων δανείων είχε αυξηθεί, άρχισαν να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις συμβατικές υποχρεώσεις τους και για το λόγο αυτό ο Αναστάσιος Βούρας απευθύνθηκε στην καθ’ ης τράπεζα, προκειμένου να εξευρεθεί μία λύση, προκειμένου βάσει των οικονομικών δυνατοτήτων που είχαν να συνεχίσουν την αποπληρωμή των ως άνω δύο δανείων. Έτσι του προτάθηκε να προβούν για επτά μήνες στην καταβολή κατά το ήμισυ των συμφωνηθέντων δόσεων και για το λόγο αυτό την 12-07-2010  συνάφθηκαν η  με αριθμό  00102251-00002160514/3  πρόσθετη  πράξη του πρώτου δανείου και η με αριθμό 0010-2251-00002230172/1  πρόσθετη πράξη του δεύτερου δανείου, βάσει των οποίων συμφωνήθηκε να καταβάλουν οι δανειολήπτες το ήμισυ του ποσού εκάστης εκ των 7 αμέσως επόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αρχής γενομένης από την 3-8-2010  για την πρώτη και την 30-7-2010 για τη δεύτερη. Η  ίδια  διαδικασία έλαβε χώρα  την 21-11-2011, οπότε και συνήφθη η από 21-11-2011 πρόσθετη πράξη  του πρώτου δανείου και η από 21-11-2011 πρόσθετη πράξη του δεύτερου δανείου, βάσει των οποίων συμφωνήθηκε να καταβάλουν το ήμισυ του ποσού εκάστης εκ των 12 αμέσως επόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αρχής γενομένης από την 03-12-2012 για την πρώτη και 30-11-2011 για τη δεύτερη. Τέλος, η  ίδια διαδικασία έλαβε χώρα την 06-12-2012, οπότε και συνήφθη η από 06-12-2012, πρόσθετη πράξη του πρώτου δανείου και η από 6-12-2012, πρόσθετη πράξη του δεύτερου δανείου, βάσει των οποίων συμφωνήθηκε να καταβάλουν το  ήμισυ του ποσού εκάστης εκ των 12 αμέσως επόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αρχής γενομένης από την 03-01-2013 για την πρώτη και 30-12-2012  για τη δεύτερη. Όμως από το Μάρτιο του έτους 2013 αδυνατούσαν πλέον οι ως άνω δανειολήπτες να ανταποκριθούν στις νέες ρυθμίσεις, καταβάλλοντας  μηνιαίως μειωμένα ποσά και για το λόγο αυτό η καθ’ ης άρχισε να τους αποστέλλει επιστολές μηνιαίως, ενημερώνοντας τους για το υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων δόσεων, ενώ στη συνέχεια τους κοινοποίησε την από 12-02-2014 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωσή της, σύμφωνα και με την οποία η καθ’ ης τους ενημέρωσε  μεταξύ  άλλων ότι δυνάμει της επίδικης πρώτης  σύμβασης δανείου τους χορηγήθηκε δάνειο ύψους 120.859,46€, εννοώντας προφανώς στο έτος 2008, το οποίο όμως δεν είναι πραγματικό, αφού το  πραγματικό χορηγηθέν δάνειο ανερχόταν στο ποσό των 91.661,17€, δηλαδή  η καθ’ ης προσέθεσε στο αρχικό κεφάλαιο ποσό 29.192,09€, δηλαδή  αύξησε το αρχικό κεφάλαιο σε ποσοστό 34%, ενώ όσον αφορά στο δεύτερο δάνειο τους επισήμανε ότι τους χορηγήθηκε δάνειο ύψους 66.974,21€, εννοώντας προφανώς στο έτος 2008, το οποίο όμως δεν είναι πραγματικό, αφού το  πραγματικό χορηγηθέν δάνειο ανερχόταν στο ποσό των 50.144,58€, δηλαδή η εναγομένη προσέθεσε στο αρχικό  κεφάλαιο το ποσό των  16.829,65€, δηλαδή  αύξησε το αρχικό κεφάλαιο σε ποσοστό και πάλι 34%. Τελικά την 28-04-2014  η καθ’ ης τους επέδωσε την από 09-04-2014  εξώδικη δήλωση, βάσει της οποίας τους ενημέρωσε ότι την 07-04-2014  κατήγγειλε την πρώτη σύμβαση, κήρυξε  ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του άληκτου κεφαλαίου εκτός των ληξιπρόθεσμων οφειλών και έκλεισε το λογαριασμό, που τηρήθηκε προς  εξυπηρέτηση του δανείου και ο οποίος εκείνη την ημέρα εμφάνιζε συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο το ποσό των 119.332,92  ελβετικών  φράγκων, το οποίο μετέτρεψε σε ευρώ με βάση τον όρο 8.1 παρ3 και ως εκ τούτων το ποσό ανερχόταν σε 98.216,40€, μεταφέροντάς το στον υπ’ αριθμόν 5251070878438  λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, η δε μετατροπή του  ποσού έλαβε χώρα βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας 1,2149. Επίσης την 19-05-2014 η καθ’ ης τους επέδωσε την από 09-04-2014 εξώδικη δήλωση βάσει της οποίας τους ενημέρωσε ότι την 07-04-2014 κατήγγειλε τη δεύτερη σύμβαση δανείου, κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του άληκτου κεφαλαίου εκτός τις ληξιπρόθεσμες δόσεις και έκλεισε το λογαριασμό, που τηρήθηκε προς  εξυπηρέτηση του δανείου και ο οποίος εκείνη την ημέρα εμφάνιζε συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο το ποσό των 67.656,73 ελβετικών φράγκων, το  οποίο  μετέτρεψε  σε  ευρώ  και  ως  εκ  τούτων το  ποσό  ανερχόταν σε 55.648,55€, μεταφέροντάς το στον υπ’ αριθμόν 5251070878802 λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, η δε μετατροπή του ποσού έλαβε χώρα βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας 1,2150. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ενώ η ισοτιμία του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο ανερχόταν, όπως προεκτέθηκε, κατά την ημερομηνία εκταμίευσης των δύο δανείων περίπου στο 1,613-1,634, στη συνέχεια όμως διαφοροποιήθηκε καθώς υποτιμήθηκε το Ευρώ έναντι του Ελβετικού Φράγκου σταδιακά με αποτέλεσμα σήμερα μετά από έξι περίπου χρόνια από τη λήψη των δύο δανείων να είναι περίπου η συναλλαγματική ισοτιμία σε 1,22. Ήδη δε, με την αίτηση και εμπεριεχόμενη σε αυτήν αγωγή που κατέθεσαν οι δανειολήπτες κατά της καθ’ ης, η οποία θα συζητηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, υποστηρίζουν πως οι με αριθμό 4.5 και 4.4. όροι των επίδικων δανειακών συμβάσεων, βάσει των οποίων υποχρεούνται να εκπληρώνουν τις απορρέουσες από τις συμβάσεις υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, ήταν αόριστοι και ασαφείς, με συνέπεια οι ίδιοι, οι οποίοι στερούνται οικονομικών γνώσεων και πείρας περί των εξειδικευμένων αυτών συναλλαγών, να μην αντιληφθούν κατά την κατάρτιση των προαναφερόμενων δανειακών συμβάσεων, τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτοί οι όροι, κατά τη διάρκεια της εξόφλησης των δανείων τους, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου. Πράγματι, οι προαναφερόμενοι όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την καθ’ ης και περιλαμβανόταν στους γ.ο.σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούν οι δανειολήπτες καθόλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου τους, είναι αόριστοι και ασαφείς, ως εκ τούτου δε, καταχρηστικοί και άκυροι, δεδομένου και του γεγονότος ότι δεν προηγήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, λεπτομερής και πλήρης ενημέρωση-πληροφόρηση από τους υπαλλήλους της καθ’ ης για τους κινδύνους που αυτοί εγκυμονούν, όπως αναφέρεται στον όρο 10.2 των ως άνω συμβάσεων. Συγκεκριμένα, με τον επίμαχο όρο 4.5 στην πρώτη και 4.5 όρο στη δεύτερη δανειακή σύμβαση παραβιάζεται από την καθ’ ης η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει όπως οι όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως, ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με την ως άνω ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, ο αιτών, ο οποίος από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος και συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 73-75)Δεν μπορούσε, επομένως, αυτός να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειές του, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικ επιστροφή